Ήπια κι εγώ, λοιπόν, σήμερα τον καφέ μου στο “καφενείο” – πολιτιστικό και πολιτισμικό – μέτριο και με πολλές φουσκάλες (o καφές μου, όχι το καφενείο). Βατοπέδι και Άγιο Όρος, μοναχοί και πατριάρχες, Ρουσόπουλος, οικονομική κρίση, κατάληψη στο υπουργείο Yγείας, Εφραίμ, εξεταστικές και πολλά μποφόρ στο Αιγαίο…
Στη Δανία, λέει, υπάρχει ένα χωριό, μ’ ένα μικρό λιμανάκι με ψαροκάικα και κουκλίστικα σπίτια και – άκουσον - άκουσον – οι κάτοικοί του είναι ευτυχισμένοι!!! Γνωρίζονται, λέει, μεταξύ τους και μιλάνε στον δρόμο, κι αν είσαι μόνος σε καλούν στο σπίτι τους για φαγητό και συντροφιά και κουβέντα!!!
Πώς και γιατί τα προσπέρασα όλα, βαρύγδουπα και σημαντικά, και στάθηκα εδώ, σ’ αυτή την ειδησούλα, την άσχετη με τα “σημεία των καιρών”. Ζωγράφισα στο μυαλό μου και εικόνα, μικρά δρομάκια και χρωματιστά σπίτια, λουλούδια στις αυλές, καθαρός ουρανός και φωτεινά χαμόγελα. Ζήλεψα!! Αυτό είναι, τους ζήλεψα αυτούς που περπατάνε στο δρόμο και λένε καλημέρα, δεν τρέχουνε πίσω απ’ το χρόνο, δε μαλώνουνε σε ουρές, δε συνωστίζονται στις κυλιόμενες στο μετρό, κι αν το παιδί σχολάσει νωρίτερα θα το πάρει η γειτόνισσα, κι αν ξεμείνουν από γάλα θα είναι ανοιχτό το εβγατζίδικο της γειτονιάς και δε μάθανε ποτέ πόσο έφτασε η βενζίνη γιατί κυκλοφορούν με ποδήλατα…
Kι εκεί που ζωγράφιζα, λοιπόν, κι έβαζα χρώματα – μπλε για τη θάλασσα, πορτοκαλί για τα σπίτια, πράσινο για τους κήπους, κόκκινο για τα χαμόγελα – ήρθε στο νου μου μια γκρίζα εικόνα. Mια γιαγιά, σ’ ένα υπερυψωμένο ισόγειο, πίσω από ένα βρώμικο τζάμι – τα πρωινά που κατεβαίνω με το τρόλεϊ την οδό Κυψέλης, τα απογεύματα που γυρίζω απ’ τη δουλειά μου – τα μάτια της καρφωμένα στο δρόμο, μάλλον κάθεται σε κάποια πολυθρόνα – δεν μπορώ να δω – ελπίζω κάποιον να περιμένει - παιδιά, εγγόνια, ανίψια… Ίσως η μοναδική συντροφιά της να είναι οι περαστικοί – έβρασε τη σουπίτσα της, σκούπισε το δωματιάκι της και τώρα γεμίζει τη μέρα της με άγνωστα βήματα, με αυτοκίνητα κολλημένα στην κίνηση και με εκκωφαντική σιωπή… Mάλλον κανείς μας δεν θα την καλέσει σπίτι του τη νύχτα των Χριστουγέννων…
Γιατί μια τόση δα ειδησούλα, ένα χωριό στην άλλη άκρη της Ευρώπης, μ’ έκανε να δακρύσω ; Πώς άλλαξε έτσι ο καμβάς μου ; Γιατί αλλοιωθήκαν τα χρώματα ; Δεν έχει χρώμα η μοναξιά, ούτε η σιωπή, και τη λύπη την έβαψα με γκρίζο, κι η εικόνα μου έγινε ασπρόμαυρη. Άνθρωποι μονάχοι… σαν κι εσένα, σαν κι εμένα… Γκρίζες πόλεις, σπίτια χωρίς κήπο και ζωή χωρίς αγάπη…
Μια φορά κι έναν καιρό, κάπου στον κόσμο, ήταν ένα χωριουδάκι. Mοσχοβόλαγαν τα λουλούδια στις αυλές, ολημερίς ξεφυσούσαν οι καμινάδες, οι άνθρωποι την τραγουδούσαν την καλημέρα. Και κανένας δεν έμενε μόνος τα βράδια…
κείμενο της φίλης ΜΑΡΙΑ Λ. γραμμένο για το cafe art.
1 σχόλιο:
katapliktiko!καλημερα σ οποιο(η) το γραψε
Δημοσίευση σχολίου