Μια επιστολή προς τον ληστή – βιαστή με τα Καλάσνικοφ από ένα υποψήφιο θύμα.
… Ενέα Πάνο
(εδώ και αρκετή ώρα προσπαθώ να σκεφτώ ποιο επίθετο να βάλω δίπλα από το όνομά σου, αλλά δεν μου ταιριάζει κανένα, οπότε το αφήνω κενό).
Διάλεξα να απευθυνθώ σε σένα γιατί εσύ, όπως διάβασα στις εφημερίδες, ήσουν αυτός που βίασε εκείνη τη μητέρα των δίδυμων παιδιών στη Γλυφάδα, το βράδυ που μπήκατε σπίτι τους να τους ληστέψετε. Και γιατί, εκτός από αυτή, κακοποίησες σεξουαλικά και αρκετές ακόμη. Αλλά είμαι σίγουρη ότι έχεις κάνει και πολλά περισσότερα φρικτά πράγματα. Αλλά εγώ δεν ήθελα να διαβάσω άλλο.
Το κενό στην προσφώνηση δεν είναι τυχαίο. Είναι το ίδιο κενό που νιώθω μέσα μου από τη στιγμή που έμαθα την είδηση της σύλληψής σου. Κι επειδή, με όλα τα στραβά που συμβαίνουν στη ζωή μας, έχουμε μάθει πια πράξεις σαν τις δικές σου να τις προσπερνάμε σαν νταλίκα στην εθνική οδό, αποφάσισα να γεμίσω το κενό μου με λέξεις. Γιατί δεν θέλω να ξεχάσω τη φρίκη που μου προκάλεσες, σε μένα και, φαντάζομαι σε πολλές άλλες γυναίκες, μητέρες ή όχι. Γιατί λένε ότι όταν σταματήσει να σε τρομάζει η μορφή του τέρατος, έχεις αρχίσει να γίνεσαι σαν κι αυτό. Κι εμένα με τρομάζεις ακόμη. Και θέλω να θυμάμαι ότι ποτέ δεν πρέπει να σε συνηθίσω. Ούτε να σε συγχωρήσω.
Ξέρω ότι η Αστυνομία έκανε τα πάντα να σε βρει, εσένα και την παρέα σου. Τόνιζαν συνέχεια ότι είναι ζήτημα τιμής γι’ αυτούς να σας πιάσουν και να σας βάλουν φυλακή. Και το έκαναν.
Θα ήθελα όμως να μην το είχαν κάνει. Όχι βέβαια γιατί θα ήθελα να συνεχίζετε όλοι εσείς τις αποτρόπαιες πράξεις σας. Αλλά γιατί τότε ακόμη θα αμφέβαλα ότι υπάρχεις πραγματικά, ότι έχεις σάρκα και οστά, πρόσωπο, μύτη και φρύδια. Ότι είσαι δηλαδή ένας άνθρωπος σαν όλους τους άλλους, ένας άνθρωπος σαν κι εμένα. Γιατί δεν είσαι.
Είσαι πολλά πράγματα αλλά όχι άνθρωπος.
Σήμερα στο γραφείο μιλούσαν για σένα. Έλεγαν ότι για κάτι τέτοιους τύπους (πρόσεξες, γράφω τύπους, όχι ανθρώπους) που βιάζουν γυναίκες μπροστά στα 2χρονα παιδιά τους, αξίζει να επιστρέψει η θανατική ποινή σ’ αυτή τη χώρα. Τους άκουγα, καμιά φορά κουνούσα και το κεφάλι, αλλά δεν μιλούσα. Γιατί εγώ πιστεύω ότι η θανατική ποινή δεν είναι αρκετή για σένα. Γιατί δεν ξέρω τι συμβαίνει μετά το θάνατο και θέλω να είμαι βέβαιη ότι εσένα θα σου συμβεί κάτι κακό. Επίσης ξέρω ότι, στη θανατική ποινή, πεθαίνεις σχεδόν ακαριαία κι εσένα σου αξίζει κάτι πολύ πιο επώδυνο, πιο χρονοβόρο, πιο δραστικό. Κάτι που θα βγάλει την ψυχή σου από το σώμα σου, και θα την αναγκάζει να το κοιτάς με λύπηση και οδυρμό.
Ξέρω, ξέρω τι θα πεις. Ότι είσαι μόλις 24 ετών, ότι πέρασες δύσκολα χρόνια εκεί στην Αλβανία, ότι η φτώχεια σε έκανε σκληρό, αδίστακτο, αιμοσταγή. Ότι κανένας δικός σου δεν σε αγάπησε αληθινά, ότι κανείς δεν σου έμαθε να ξεχωρίζεις το καλό από το κακό, το δίκαιο από το άδικο. Ότι σε παρέσυραν οι κακές παρέες. Ότι οι Έλληνες είναι ρατσιστές και σε υποδέχτηκαν με προσβολές και σκληρότητα. Ότι όταν το θέμα είναι η επιβίωση, οι συναισθηματισμοί δεν έχουν καμία θέση.
Επίτρεψέ μου να διευκρινίσω κάτι, ίσως δεν έγινα κατανοητή. Δεν σε κατηγορώ για τις κλοπές, τις ληστείες, την οπλοκατοχή, τα ναρκωτικά και τα τόσα άλλα σου προσάπτει ο εισαγγελέας. Ακόμη και για αυτά όμως θα μπορούσα να σου πω πολλά. Για τα τόσα παραδείγματα ανθρώπων, από τη χώρα σου αλλά ή από αλλού, που, παρά τις εντελώς αντίξοες συνθήκες της ζωής τους, κατάφεραν να ανατρέψουν όλα τα προγνωστικά και να κάνουν την κόλαση της ζωής τους παράδεισο. Όμως, όπως σου είπα, δεν σε κατηγορώ γι’ αυτό. Δεν σε κατηγορώ καν για το ότι εσύ και η παρέα σου ληστεύατε σπίτια χωρίς καν να έχετε την ευαισθησία να περιμένετε να αδειάσουν από τους ενοίκους τους.
Ο λόγος που σου γράφω αυτό το γράμμα είναι για εκείνη τα γυναίκα που βίασες και κακοποίησες μπροστά στα ίδια της τα παιδιά. Και, κυρίως, για εκείνα τα δύο παιδιά της.
Ανακατεύω αυτή τη στιγμή στο μυαλό μου ξανά και ξανά. Δύο ετών διάβασα ότι ήταν. Μπορεί να τα είχε κάνει μόλις μπάνιο, μπορεί να είχε παίξει μαζί τους, μπορεί να ήταν η ώρα για το παραμύθι. Εγώ δεν έχω παιδιά αλλά ξέρω ότι σε αυτή την ηλικία τα παιδιά, έχοντας καταφέρει πια να σταθούν στα πόδια τους, αρχίζουν να κάνουν τα πρώτα σίγουρα βήματά τους στον κόσμο με σκοπό να τον ανακαλύψουν. Αυτά τα δύο παιδιά εκείνη την ημέρα ανακάλυψαν τη φρίκη. Επίσης, τα παιδιά στην ηλικία των δύο ετών, ρωτούν συνέχεια «γιατί». Το ίδιο σε ρωτώ κι εγώ λοιπόν: γιατί;
Γιατί όταν μπήκες στο σπίτι τους και σκόνταψες πάνω σε τρενάκια και αυτοκινητάκια, δεν σηκώθηκες να φύγεις; Δεν συγκινήθηκες καθόλου όταν κατέβαζες από τις ντουλάπες παιδικά ρουχαλάκια ψάχνοντας για χρήματα, όταν άκουσες το τρομαγμένο κλάμα τους; Ή, αφού είχες τόσο μεγάλη ανάγκη τα χρήματα, γιατί δεν πήρες απλώς ό,τι σου χρειαζόταν και μετά να σηκωθείς να φύγεις; Γιατί συνέχισες τη φρίκη, «χαρίζοντας» σε αυτά τα παιδιά μια ανάμνηση που οι ψυχολόγοι απλώς εύχονται να μπορέσει να ξεχάσει; Φαντάζομαι θα ένιωσες πολύ άνδρας, εσύ κι οι φίλοι σου, πού κάνατε κάτι τόσο απάνθρωπο. Φαντάζομαι ότι όταν γυρίσατε στην κρυψώνα σας γελούσατε, πειράζατε ο ένας τον άλλον, λέγατε αστεία. Φαντάζομαι ότι για εσένα ήταν ακόμη μια μέρα στη δουλειά.
Θέλω απλώς να σε ενημερώσω ότι την ημέρα που πήγες σε εκείνο το σπίτι, και σε τόσα άλλα ακόμη, δεν βίασες μόνο μια αβοήθητη γυναίκα. Βίασες μια οικογένεια. Μια οικογένεια που δεν την ήξερες και δεν σου έφταιξε σε τίποτα. Μια οικογένεια που αν δεν υπήρχες εσύ τώρα θα συνέχιζε τη ζωή της κανονικά, θα πήγαινε βόλτα στο πάρκο, θα έσβηνε ξέγνοιαστη κεράκια πάνω σε παιδικές τούρτες, θα ζούσε «φυσιολογικά». Εσύ όμως εκτός από τη γυναίκα βίασες και το μέλλον αυτής της οικογένειας. Βίασες και την ελπίδα τους για ένα καλύτερο αύριο. Το γέμισες με οργή, θυμό και φόβο.
Γι' αυτό, ό,τι κι αν σου συμβεί από δω και πέρα θα σου αξίζει. Γιατί μπορεί αυτής της γυναίκας να της κατέστρεψες τη ζωή, εμείς οι υπόλοιπες όμως θα ξέρουμε ότι εκεί έξω κυκλοφορεί ένας λιγότερος. Α, και κάτι άλλο. Μην ξανακούσω από τα κανάλια και τις εφημερίδες να μιλούν για σένα και να σε αποκαλούν «ο φερόμενος ως δράστης». Ο χαρακτηρισμός που σου ταιριάζει είναι «φερόμενος ως άνθρωπος». Είπαμε, όχι άνθρωπος.
Διάλεξα να απευθυνθώ σε σένα γιατί εσύ, όπως διάβασα στις εφημερίδες, ήσουν αυτός που βίασε εκείνη τη μητέρα των δίδυμων παιδιών στη Γλυφάδα, το βράδυ που μπήκατε σπίτι τους να τους ληστέψετε. Και γιατί, εκτός από αυτή, κακοποίησες σεξουαλικά και αρκετές ακόμη. Αλλά είμαι σίγουρη ότι έχεις κάνει και πολλά περισσότερα φρικτά πράγματα. Αλλά εγώ δεν ήθελα να διαβάσω άλλο.
Το κενό στην προσφώνηση δεν είναι τυχαίο. Είναι το ίδιο κενό που νιώθω μέσα μου από τη στιγμή που έμαθα την είδηση της σύλληψής σου. Κι επειδή, με όλα τα στραβά που συμβαίνουν στη ζωή μας, έχουμε μάθει πια πράξεις σαν τις δικές σου να τις προσπερνάμε σαν νταλίκα στην εθνική οδό, αποφάσισα να γεμίσω το κενό μου με λέξεις. Γιατί δεν θέλω να ξεχάσω τη φρίκη που μου προκάλεσες, σε μένα και, φαντάζομαι σε πολλές άλλες γυναίκες, μητέρες ή όχι. Γιατί λένε ότι όταν σταματήσει να σε τρομάζει η μορφή του τέρατος, έχεις αρχίσει να γίνεσαι σαν κι αυτό. Κι εμένα με τρομάζεις ακόμη. Και θέλω να θυμάμαι ότι ποτέ δεν πρέπει να σε συνηθίσω. Ούτε να σε συγχωρήσω.
Ξέρω ότι η Αστυνομία έκανε τα πάντα να σε βρει, εσένα και την παρέα σου. Τόνιζαν συνέχεια ότι είναι ζήτημα τιμής γι’ αυτούς να σας πιάσουν και να σας βάλουν φυλακή. Και το έκαναν.
Θα ήθελα όμως να μην το είχαν κάνει. Όχι βέβαια γιατί θα ήθελα να συνεχίζετε όλοι εσείς τις αποτρόπαιες πράξεις σας. Αλλά γιατί τότε ακόμη θα αμφέβαλα ότι υπάρχεις πραγματικά, ότι έχεις σάρκα και οστά, πρόσωπο, μύτη και φρύδια. Ότι είσαι δηλαδή ένας άνθρωπος σαν όλους τους άλλους, ένας άνθρωπος σαν κι εμένα. Γιατί δεν είσαι.
Είσαι πολλά πράγματα αλλά όχι άνθρωπος.
Σήμερα στο γραφείο μιλούσαν για σένα. Έλεγαν ότι για κάτι τέτοιους τύπους (πρόσεξες, γράφω τύπους, όχι ανθρώπους) που βιάζουν γυναίκες μπροστά στα 2χρονα παιδιά τους, αξίζει να επιστρέψει η θανατική ποινή σ’ αυτή τη χώρα. Τους άκουγα, καμιά φορά κουνούσα και το κεφάλι, αλλά δεν μιλούσα. Γιατί εγώ πιστεύω ότι η θανατική ποινή δεν είναι αρκετή για σένα. Γιατί δεν ξέρω τι συμβαίνει μετά το θάνατο και θέλω να είμαι βέβαιη ότι εσένα θα σου συμβεί κάτι κακό. Επίσης ξέρω ότι, στη θανατική ποινή, πεθαίνεις σχεδόν ακαριαία κι εσένα σου αξίζει κάτι πολύ πιο επώδυνο, πιο χρονοβόρο, πιο δραστικό. Κάτι που θα βγάλει την ψυχή σου από το σώμα σου, και θα την αναγκάζει να το κοιτάς με λύπηση και οδυρμό.
Ξέρω, ξέρω τι θα πεις. Ότι είσαι μόλις 24 ετών, ότι πέρασες δύσκολα χρόνια εκεί στην Αλβανία, ότι η φτώχεια σε έκανε σκληρό, αδίστακτο, αιμοσταγή. Ότι κανένας δικός σου δεν σε αγάπησε αληθινά, ότι κανείς δεν σου έμαθε να ξεχωρίζεις το καλό από το κακό, το δίκαιο από το άδικο. Ότι σε παρέσυραν οι κακές παρέες. Ότι οι Έλληνες είναι ρατσιστές και σε υποδέχτηκαν με προσβολές και σκληρότητα. Ότι όταν το θέμα είναι η επιβίωση, οι συναισθηματισμοί δεν έχουν καμία θέση.
Επίτρεψέ μου να διευκρινίσω κάτι, ίσως δεν έγινα κατανοητή. Δεν σε κατηγορώ για τις κλοπές, τις ληστείες, την οπλοκατοχή, τα ναρκωτικά και τα τόσα άλλα σου προσάπτει ο εισαγγελέας. Ακόμη και για αυτά όμως θα μπορούσα να σου πω πολλά. Για τα τόσα παραδείγματα ανθρώπων, από τη χώρα σου αλλά ή από αλλού, που, παρά τις εντελώς αντίξοες συνθήκες της ζωής τους, κατάφεραν να ανατρέψουν όλα τα προγνωστικά και να κάνουν την κόλαση της ζωής τους παράδεισο. Όμως, όπως σου είπα, δεν σε κατηγορώ γι’ αυτό. Δεν σε κατηγορώ καν για το ότι εσύ και η παρέα σου ληστεύατε σπίτια χωρίς καν να έχετε την ευαισθησία να περιμένετε να αδειάσουν από τους ενοίκους τους.
Ο λόγος που σου γράφω αυτό το γράμμα είναι για εκείνη τα γυναίκα που βίασες και κακοποίησες μπροστά στα ίδια της τα παιδιά. Και, κυρίως, για εκείνα τα δύο παιδιά της.
Ανακατεύω αυτή τη στιγμή στο μυαλό μου ξανά και ξανά. Δύο ετών διάβασα ότι ήταν. Μπορεί να τα είχε κάνει μόλις μπάνιο, μπορεί να είχε παίξει μαζί τους, μπορεί να ήταν η ώρα για το παραμύθι. Εγώ δεν έχω παιδιά αλλά ξέρω ότι σε αυτή την ηλικία τα παιδιά, έχοντας καταφέρει πια να σταθούν στα πόδια τους, αρχίζουν να κάνουν τα πρώτα σίγουρα βήματά τους στον κόσμο με σκοπό να τον ανακαλύψουν. Αυτά τα δύο παιδιά εκείνη την ημέρα ανακάλυψαν τη φρίκη. Επίσης, τα παιδιά στην ηλικία των δύο ετών, ρωτούν συνέχεια «γιατί». Το ίδιο σε ρωτώ κι εγώ λοιπόν: γιατί;
Γιατί όταν μπήκες στο σπίτι τους και σκόνταψες πάνω σε τρενάκια και αυτοκινητάκια, δεν σηκώθηκες να φύγεις; Δεν συγκινήθηκες καθόλου όταν κατέβαζες από τις ντουλάπες παιδικά ρουχαλάκια ψάχνοντας για χρήματα, όταν άκουσες το τρομαγμένο κλάμα τους; Ή, αφού είχες τόσο μεγάλη ανάγκη τα χρήματα, γιατί δεν πήρες απλώς ό,τι σου χρειαζόταν και μετά να σηκωθείς να φύγεις; Γιατί συνέχισες τη φρίκη, «χαρίζοντας» σε αυτά τα παιδιά μια ανάμνηση που οι ψυχολόγοι απλώς εύχονται να μπορέσει να ξεχάσει; Φαντάζομαι θα ένιωσες πολύ άνδρας, εσύ κι οι φίλοι σου, πού κάνατε κάτι τόσο απάνθρωπο. Φαντάζομαι ότι όταν γυρίσατε στην κρυψώνα σας γελούσατε, πειράζατε ο ένας τον άλλον, λέγατε αστεία. Φαντάζομαι ότι για εσένα ήταν ακόμη μια μέρα στη δουλειά.
Θέλω απλώς να σε ενημερώσω ότι την ημέρα που πήγες σε εκείνο το σπίτι, και σε τόσα άλλα ακόμη, δεν βίασες μόνο μια αβοήθητη γυναίκα. Βίασες μια οικογένεια. Μια οικογένεια που δεν την ήξερες και δεν σου έφταιξε σε τίποτα. Μια οικογένεια που αν δεν υπήρχες εσύ τώρα θα συνέχιζε τη ζωή της κανονικά, θα πήγαινε βόλτα στο πάρκο, θα έσβηνε ξέγνοιαστη κεράκια πάνω σε παιδικές τούρτες, θα ζούσε «φυσιολογικά». Εσύ όμως εκτός από τη γυναίκα βίασες και το μέλλον αυτής της οικογένειας. Βίασες και την ελπίδα τους για ένα καλύτερο αύριο. Το γέμισες με οργή, θυμό και φόβο.
Γι' αυτό, ό,τι κι αν σου συμβεί από δω και πέρα θα σου αξίζει. Γιατί μπορεί αυτής της γυναίκας να της κατέστρεψες τη ζωή, εμείς οι υπόλοιπες όμως θα ξέρουμε ότι εκεί έξω κυκλοφορεί ένας λιγότερος. Α, και κάτι άλλο. Μην ξανακούσω από τα κανάλια και τις εφημερίδες να μιλούν για σένα και να σε αποκαλούν «ο φερόμενος ως δράστης». Ο χαρακτηρισμός που σου ταιριάζει είναι «φερόμενος ως άνθρωπος». Είπαμε, όχι άνθρωπος.
Ένα υποψήφιο θύμα σου.
αναδημοσίευση από το :
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου